τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens
Full diacritics: στόλαρχος | Medium diacritics: στόλαρχος | Low diacritics: στόλαρχος | Capitals: ΣΤΟΛΑΡΧΟΣ |
Transliteration A: stólarchos | Transliteration B: stolarchos | Transliteration C: stolarchos | Beta Code: sto/larxos |
ὁ, = στολάρχης, Poll.1.119 cod. B.
[Seite 946] ὁ, = στολάρχης, Sp.
στόλαρχος: ὁ, ὁ διοικητὴς στόλου, ναύαρχος, Πολυδ. Α΄, 119.
ο, ΝΜΑ
αρχηγός πολεμικού στόλου, ναύαρχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στόλος + -αρχος].