στόλιον
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
English (LSJ)
τό, Dim. of στολή 11, scanty garment, of the dress of philosophers, AP11.157 (Ammian.), Arr. Epict.3.23.35; v. στολή II.2.
German (Pape)
[Seite 946] τό, dim. von στολή, ein neues Kleid, vom Anzuge der Philosophen, M. Ant. 1, 7; spöttisch neben μάλιον, πωγώνιον, Ammian. 22 (XI, 157).
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petite robe, particul. robe de philosophe.
Étymologie: στολή.
Greek (Liddell-Scott)
στόλιον: τό, ὑποκορ. τοῦ στολὴ ΙΙ, ἐλαφρὸν καὶ πενιχρὸν ἔνδυμα, ἐπὶ τοῦ ἱματίου τῶν φιλοσόφων, Ἀνθ. Π. 11. 157, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 23, 35.
Greek Monolingual
τὸ, ΜΑ στολή
ένδυμα, κυρίως τών φιλοσόφων (α. «περιβαλλοῦ τὰ στολία σου τὰ ἐν ἐκκλησίᾳ», Ευσ.β. «ἐν κομψῷ στολίῳ», Αρρ.).
Greek Monotonic
στόλιον: τό, υποκορ. του στολή II, ελαφρύ και πενιχρό ένδυμα, σε Ανθ.