στύση

From LSJ

τούτου δὲ συμβαίνοντος ἀναγκαῖον γίγνεσθαι πάροδον καὶ τροπὰς τῶν ἐνδεδεμένων ἄστρων → but if this were so, there would have to be passings and turnings of the fixed stars

Source

Greek Monolingual

η / στῡσις, -ύσεως, ΝΑ στύω / στύομαι]
βιολ. αύξηση τών διαστάσεων, σκλήρυνση και ανόρθωση του ανδρικού οργάνου συνουσίας, του πέους
νεοελλ.
αντίστοιχη διόγκωση της κλειτορίδας τών γυναικών.