συγγνωστέον

From LSJ

Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau

Menander, Monostichoi, 99

Greek (Liddell-Scott)

συγγνωστέον: ἢ -έα, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ συγγιγνώσκω, δεῖ συγγιγνώσκειν, τινὶ Πλάτ. Φαῖδρ. 236Α.

Greek Monotonic

συγγνωστέον: ή -έα, ρημ. επίθ. του συγγιγνώσκω, αυτό που πρέπει κάποιος να συγχωρέσει, να του δείξει επιείκεια, τινί, σε Πλάτ.