συγκίνησις
From LSJ
ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A commotion, τοῦ θερμοῦ Arist.Pr.945b9; πάθος ψυχῆς σ. ἐστίν Longin.20.2; περὶ τὰ μόρια Sor.1.31, cf. Apollon. ap. Orib.7.19.5.
2 movement in the same direction, opp. ἀντικίνησις, Corp.Herm.2.6.
German (Pape)
[Seite 967] ἡ, Mitbewegung, übertr., Rührung, Sp., wie Longin. 20, 2.
Greek (Liddell-Scott)
συγκίνησις: [ῑ], ἡ, σύγχρονος κίνησις, συγκίνησις, συμπάθεια, τοῦ θερμοῦ Ἀριστ. Προβλ. 26. 48. 1· τῆς ψυχῆς Λογγῖν. 20.
Russian (Dvoretsky)
συγκίνησις: εως ἡ общее движение (τοῦ θερμοῦ Arst.).