συγκαταδικάζω

From LSJ

κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλινbend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps

Source

German (Pape)

[Seite 964] mit verurteilen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συγκαταδῐκάζω: καταδικάζω ὁμοῦ, τινά τινι Ἐκκλ.

Greek Monolingual

ΜΑ
καταδικάζω μαζί («οὕς οὐκ ἔστι δίκαιον συγκαταδικασθήναι τοῖς ύπαιτίοις», Γρηγ
Νύσσ.).