συγκλύζομαι

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25

Greek (Liddell-Scott)

συγκλύζομαι: παθ., κλύζομαι πανταχόθεν ὑπὸ τῶν κυμάτων, ἐπὶ πλοίου, Πλούτ. 2. 206C, 467D. ΙΙ. μεταφ., καταβυθίζομαι εἰς χρέος, αὐτόθι 831Β. 2) διατελῶ ἐν συγχύσει ἢ ταραχῇ, τὰ τῆς Ἀσίας ξυγκεκλυσμένα πράγματα Φιλόστρ. 509.

Russian (Dvoretsky)

συγκλύζομαι: заливаться волнами, быть игралищем волн (τὸ πλοῖον συγκλυζόμενον Plut.): ὁ συγκλυζόμενος Plut. утопающий (в долгах).