συγκρατέον

From LSJ

Κέρδος πονηρὸν μηδέποτε βούλου λαβεῖν → Ex non honesto lucra sectari cave → Hab nie den Wunsch, unredlichen Gewinn zu ziehn

Menander, Monostichoi, 288
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκρᾱτέον Medium diacritics: συγκρατέον Low diacritics: συγκρατέον Capitals: ΣΥΓΚΡΑΤΕΟΝ
Transliteration A: synkratéon Transliteration B: synkrateon Transliteration C: sygkrateon Beta Code: sugkrate/on

English (LSJ)

(συγκεράννυμι) one must mingle, Pl.Phlb. 62b.

Greek (Liddell-Scott)

συγκρᾱτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ συγκεράννυμι, δεῖ συγκεραννύναι, Πλάτ. Φίληβ. 62Β.

German (Pape)

Adj. verb. zu συγκεράννυμι.

Russian (Dvoretsky)

συγκρᾱτέον: adj. verb. к συγκεράννυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγκρᾱτέον [συγκεράννυμι] adj. verb. van συγκεράννυμι er moet gemengd worden.