συγχωρητικός

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγχωρητικός Medium diacritics: συγχωρητικός Low diacritics: συγχωρητικός Capitals: ΣΥΓΧΩΡΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: synchōrētikós Transliteration B: synchōrētikos Transliteration C: sygchoritikos Beta Code: sugxwrhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν, assigning a place to . ., νοῦς συγχωρητικὸς πάντων Herm. ap. Stob.1.18.3.

German (Pape)

[Seite 972] ή, όν, zum Nachgeben gehörig, nachgiebig, nachsichtig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συγχωρητικός: -ή, -όν, ὁ κλίνων εἰς ὑποχώρησιν, ἐνδοτικός, συγχωρῶν, Ὠριγέν. ΙΙΙ, 1193C, κτλ.

Greek Monolingual

-ή, -ό / συγχωρητικός, -ή, -όν, ΝΑ συγχωρῶ
αυτός που εύκολα συγχωρεί
νεοελλ.
1. αυτός με τον οποίο παρέχεται συγχώρηση, συγγνώμη, συγχωρητήριος
2. το ουδ. ως ουσ. το συγχωρητικό
το συγχωροχάρτι
αρχ.
αυτός που έχει τάσεις υποχώρησης, ενδοτικός.
επίρρ...
συγχωρητικῶς Α
κατά συγχώρηση.