συλλογίζω
Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst
German (Pape)
[Seite 976] wie συλλέγω, sammeln, versammeln, Sp. – Med. im Geiste, bei sich zusammenfassen, Her. 2, 148; bes. zusammenrechnen, auch Gründe zusammenfassen, folgern, schließen, πάντα ταῦτα συλλογισάμενος εἰπέ, Plat. Charm. 160 e; Gorg. 498 e u. oft; vgl. noch Tim. 87 c, ξυμμετριῶν τὰ μὲν σμικρὰ ξυλλογιζόμεθα, τὰ δὲ κυριώτατα ἀλογίστως ἔχομεν; u. so Dem. u. Folgde; συνελογίσατο παρ' ἑαυτῷ περὶ τῆς προδοσίας συλλογισμὸν βαρβαρικόν, Pol. 3, 98, 3; auch συλλογίσασθαι τὸ μέλλον ἐκ τῶν ἤδη γεγονότων, 9, 30, 8.
Greek (Liddell-Scott)
συλλογίζω: συλλέγω, ἐπὶ τὸ αὐτὸ ἐκ διαφόρων μερῶν, Διον. Ἁλ. τῶν Ἀρχ. Κρίσις 1 ἐν τέλ. ΙΙ. ἀλλαχοῦ μόνον ὡς ἀποθετ. συλλογίζομαι· ἀόρ. -ελογισάμην Πλάτ. Πολ. 618D, κ. ἀλλ.· σπανίως -ελογίσθην αὐτόθι 531D· πρκμ. -λελόγισμαι, ἴδε κατωτ.· συλλέγω καὶ παρουσιάζω ὁμοῦ εἰς τὸν νοῦν, ὑπολογίζω ὁμοῦ, συγκεφαλαιῶ, τὰ ἐξ Ἑλλήνων... τείχεα Ἡρόδ. 2. 148· ἕτερα σ. πρὸς τὸ κεφάλαιον Λυσί. 906. 10, τὰς ἑορτὰς εἰς τὸν ἐνιαυτὸν Πλάτ. Νόμ. 799Α· ταῦτα πάντα σ. ὁ αὐτ. ἐν Χαρμ. 160D· τὰ κατηγορημένα ἐξ ἀρχῆς σ., ἀνακεφαλαιῶ, Δημ. 396. 28· τοὺς καιρούς, τὰς ὑποσχέσεις ὁ αὐτ. 356. 1 κἑξ.· ἐκ τῶν εἰρημένων σ. τὸ κεφάλαιον Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 7. 1, 1· μανθάνειν καὶ σ. τι ἕκαστον ὁ αὐτ. ἐν τῇ Ποιητ. 4. 5 τὰς χρείας Πολύβ. 1. 44, 1· τὸ μέγεθος τοῦ τολμήματος Πλουτ. Πομπ. 60· σ. ὅτι..., Πλάτ. Νόμ. 670C. ΙΙΙ. συνάγω, συμπεραίνω ἐκ δεδομένων, Λατ. colligere, τὰ συμβαίνοντα ἐκ τοῦ λόγου Πλάτ. Γοργ. 479C, κ. ἀλλ.· σ. τι ἐκ τῶν ὡμολογημένων αὐτόθι 498Ε· σ. περί τινος, ὅτι..., ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 516Β· σ. ἐξ αὐτῶν ποῖός τις..., αὐτόθι 365Α· σ. ὀρθῶς τίνος ἕνεκα ἔπραττε Δημ. 285. 23· καὶ ἐπὶ παθητ. ἐννοίας, συλλελογισμένον ἦν αὐτῷ, μετ’ αἰτ. ἀπαρ., εἶχεν ἀποφασίσῃ νά..., Πολύβ. 14. 4, 4· ― ὅθεν, 2) ἐν τῇ Λογικῇ τοῦ Ἀριστ. συμπεραίνω διὰ συλλογισμοῦ, λογικῶς συμπεραίνω διὰ συλλογιστικοῦ τύπου, συλλ. τι κατὰ τινος, συμπεραίνω τι περί τινος, Ἀναλυτ. Πρότ. 1. 23. 3· τό... ἄκρον τῷ μέσῳ σ. αὐτόθι 2. 23, 2· τι ἔκ τινος Ρητ. 1. 2, 13· συλλ. τι εἶναι Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 16, 1· ― ὁ πρκμ. κεῖται ἐπὶ παθ. σημασίας, οὗτος ὁ λόγος οὐ συλλελόγισται, δὲν εἶναι συλλογιστικός, Ἀναλυτ. Πρότ. 1. 25· συλλελογισμένα, ἃ συμπεραίνει τις λογικῶς, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ ἀσυλλόγιστα, Ρητ. 1. 2, 18, κτλ.· πρβλ. συλλογισμὸς ΙΙ. 2.
Greek Monolingual
Α
βλ. συλλογίζομαι.