συνεπάπτομαι

From LSJ

τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ → to have little consideration for self-respect

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεπάπτομαι Medium diacritics: συνεπάπτομαι Low diacritics: συνεπάπτομαι Capitals: ΣΥΝΕΠΑΠΤΟΜΑΙ
Transliteration A: synepáptomai Transliteration B: synepaptomai Transliteration C: synepaptomai Beta Code: sunepa/ptomai

English (LSJ)

Ion. for συνεφάπτομαι.

French (Bailly abrégé)

ion. c. συνεφάπτομαι.

Russian (Dvoretsky)

συνεπάπτομαι: ион. = συνεφάπτομαι.

Greek (Liddell-Scott)

συνεπάπτομαι: Ἰων. ἀντὶ συνεφάπτομαι.

Greek Monolingual

Α
ιων. τ. βλ. συνεφάπτομαι.

Greek Monotonic

συνεπάπτομαι: Ιων. αντί συν-εφάπτομαι.