συνεπιδίδωμι

From LSJ

οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ τοῦ τέκτονος υἱός; οὐχ ἡ μήτηρ αὐτοῦ λέγεται Μαριὰμ καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ Ἰάκωβος καὶ Ἰωσὴφ καὶ Σίμων καὶ Ἰούδας; → “Isn't he the carpenter's son? Isn't his mother's name Mary, and aren't his brothers Jacob and Joseph and Shimon and Judah? (Matthew 13:55)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεπιδῐ́δωμι Medium diacritics: συνεπιδίδωμι Low diacritics: συνεπιδίδωμι Capitals: ΣΥΝΕΠΙΔΙΔΩΜΙ
Transliteration A: synepidídōmi Transliteration B: synepididōmi Transliteration C: synepididomi Beta Code: sunepidi/dwmi

English (LSJ)

A give up wholly or willingly, ἑαυτόν τινι or εἴς τι Plb.31.24.5, 32.5.10; ἐς πάντα τὰ καλῶς ἔχοντα ἑαυτόν Supp.Epigr.4.601.8 (Teos, ii B.C.), cf. 3.468.16 (Thess., i B.C.); τῇ Κλωθοῖ σεαυτόν M.Ant.4.34; simply, συνεπέδωκε αὐτοσαυτὰν ἁ σύνοδος SIG698.6 (Delph., ii B.C.); τὰ σώματα προκινδυνεῦσαι D.H.3.15, cf. Inscr.Prien.109.156 (ii B.C.).
2 join in presenting an application, PAmh.2.85.24 (i A.D.), Sammelb.7363.25 (ii A.D.), etc.
3 offer together, τὴν χεῖρά τινι Them.Or.7.90a.
II intr., increase along with or together, Plu.2.448d.

French (Bailly abrégé)

croître ensemble ou également.
Étymologie: σύν, ἐπιδίδωμι.

Russian (Dvoretsky)

συνεπιδίδωμι:
1 одновременно или целиком отдавать (ἑαυτόν τινι или εἴς τι Polyb.);
2 одновременно прибавляться, нарастать (ἐπιρρεῖν καὶ σ. Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

συνεπιδίδωμι: παραδίδω ὁλοκλήρως ἢ ἑκουσίως, ἑαυτόν τινι ἢ εἴς τι Πολύβ. 32. 10, 5., 21. 10· τὰ σώματα προκινδυνεῦσαι Διον. Ἁλ. 3. 15. 2) προσφέρω ὁμοῦ, τὴν χεῖρά τινι Θεμίστ. 90Α. ΙΙ. ἀμεταβ., ἐπιδίδω ὁμοῦ, προάγομαι ὁμοῦ μετά τινος, Πλούτ. 2. 448D.

Greek Monolingual

Α
1. παραδίδω κάτι εξ ολοκλήρου ή εκουσίως («αὐτὸς ἡδέως σοι συνεπιδοίην ἐμαυτόν», Πολ.)
2. συμμετέχω στην επίδοση αίτησης
3. προσφέρω μαζί («ὄτι σοι χρηστὰ νοοῦν τι τὴν χεῖρα συνεπέδωκεν ὁ θεός», Θεμίστ.)
4. προάγομαι μαζί με κάποιον («ἡ τῆς ψυχῆς ἐνέργεια... συνεπιδίδωσι καὶ συναύξεται», Γρηγ. Νύσσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπιδίδωμι «δίνω, χορηγώ»].