συνιχνεύω

From LSJ

εἰς ὁδόν ἐθνῶν μὴ ἀπέλθητε → go not into the way of the Gentiles (Matthew 10:5)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνιχνεύω Medium diacritics: συνιχνεύω Low diacritics: συνιχνεύω Capitals: ΣΥΝΙΧΝΕΥΩ
Transliteration A: synichneúō Transliteration B: synichneuō Transliteration C: synichneyo Beta Code: sunixneu/w

English (LSJ)

track out with, παρθένον Διονύσῳ Nonn. D. 16.193.

Greek (Liddell-Scott)

συνιχνεύω: ἀνιχνεύω ὁμοῦ, τίπτε σὺ μοῦνος παρθένον ἰχνεύοντι συνιχνεύεις Διονύσῳ; Νόνν. Δ. 16. 193.

Greek Monolingual

Α ἰχνεύω
ανιχνεύω ταυτόχρονα με κάποιον άλλον, προσπαθώ να βρω τα ίχνη μαζί με άλλον.

German (Pape)

zusammen ausspüren, Sp.