συνυποφέρω
From LSJ
English (LSJ)
sustain along with, τῷ ἀδελφῷ τὴν τύχην Sch.E. Or.1.
Greek (Liddell-Scott)
συνυποφέρω: ὑποφέρω ὁμοῦ μετά τινος, συνυποφέρει τῷ ἀδελφῷ τὴν τύχην Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 1.
Greek Monolingual
ΜΑ
υποφέρω μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο.
German (Pape)
(φέρω), mit, zugleich darunter tragen, mit unterwerfen, Schol. Eur. Or. 1.