συσσύρω

From LSJ

ἀπὸ λεπτοῦ μίτου τὸ ζῆν ἤρτηται → life hangs by a thin thread

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συσσύρω Medium diacritics: συσσύρω Low diacritics: συσσύρω Capitals: ΣΥΣΣΥΡΩ
Transliteration A: syssýrō Transliteration B: syssyrō Transliteration C: syssyro Beta Code: sussu/rw

English (LSJ)

[ῡ],
A pull about, LXX 2 Ma.5.16; sweep together, ὀνομάτων συρφετόν Phryn.400.
2 sweep along with one, τοὺς ἀκούοντας, of Carneades compared to a torrent, Numen. ap. Eus.PE14.8.

Greek (Liddell-Scott)

συσσύρω: [ῡ], σύρω ὁμοῦ, συσσωρεύω, Ἑβδ. (Μακκ. Β΄ κεφ. Ε΄, 16), Φρύν. 433.

Greek Monolingual

Α σύρω
1. σαρώνω μαζί, συσσωρεύω («Μένανδρος συσσύρας τὸν τοσούτων ὀνομάτων συρφετόν», Φρύν.)
2. τραβώ εδώ κι εκεί («ταῖς βεβήλοις χερσὶ συσσύρων ἀπεδίδου», ΠΔ).

German (Pape)

hin und her ziehen, zerren, dadurch beunruhigen, Sp.