Ἡρακλέους ὀργήν τιν' ἔχων → with a temper like Heracles', with a temper like Hercules'
η, Ν(λόγιος τ.) χειρουργική λαβίδα για την αφαίρεση σφηνωμένης σφαίρας σε τραύμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < σφαίρα + άγρα «κυνήγι, πιάσιμο» (πρβλ. ποδάγρα). Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικοντών Σχινά και Λεβαδέως].