κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart
ο, Ν1. σπογγαλιέας2. γυμνός δύτης3. πωλητής σπόγγων.[ΕΤΥΜΟΛ. < σφουγγάρι + κατάλ. -άς (πρβλ. γαλατάς)].