σφουγγαράς

From LSJ

κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
1. σπογγαλιέας
2. γυμνός δύτης
3. πωλητής σπόγγων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφουγγάρι + κατάλ. -άς (πρβλ. γαλατάς)].