σύμπλοκος

From LSJ

ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύμπλοκος Medium diacritics: σύμπλοκος Low diacritics: σύμπλοκος Capitals: ΣΥΜΠΛΟΚΟΣ
Transliteration A: sýmplokos Transliteration B: symplokos Transliteration C: symplokos Beta Code: su/mplokos

English (LSJ)

σύμπλοκον, entwined, interwoven, involved, Nonn. D. 12.339, AP5.254.13 (Paul. Sil.), 289 (Id.).

German (Pape)

[Seite 988] zusammengeflochten, Paul. Sil. 7. 14.

Russian (Dvoretsky)

σύμπλοκος: сплетенный (ἡμερίδος στελέχη Anth.): φλογὶ σ. Anth. объятый пламенем.

Greek (Liddell-Scott)

σύμπλοκος: -ον, ὁ συμπεπλεγμένος, περίπλοκος, περιπεπλεγμένος, Ἀνθ. Π. 5. 255, 290, Νόνν., κλπ.

Greek Monolingual

-η, -ο / σύμπλοκος, -ον, ΝΜΑ συμπλέκω
νεοελλ.
1. το αρσ. ως ουσ. ο σύμπλοκος
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια συμπλοκίδες
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σύμπλοκα
α) βιολ. κυτταροπλασματικοί ή αυτοσωματικοί παράγοντες που επιδρούν στη φυλετική διαφοροποίηση τών γεννητικών οργάνων του αρχικά αμφιφυλετικού εμβρύου
β) χημ. οι σύμπλοκες ενώσεις
3. φρ. «σύμπλοκες ενώσεις»
χημ. χημικές ενώσεις τών οποίων η δομή χαρακτηρίζεται από την παρουσία εν γένει ενός κεντρικού ατόμου κάποιου μετάλλου συνδεδεμένου χημικώς με ορισμένο αριθμό μη μεταλλικών ατόμων, μορίων ή ριζών που ονομάζονται υποκαταστάτες
μσν.-αρχ.
1. πλεγμένος μαζί, περίπλοκος («ἡμερίδος στελέχη δύο σύμπλοκα λύσει στρεπτά», Παυλ. Σιλ.)
2. αυτός που μπλέχθηκε, που μπερδεύτηκε μέσα σε κάτι
αρχ.
προσηλωμένος («τῷ σταυρῷ σύμπλοκον ἔστω», Νόνν.).