Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
-ουν και σύνθροος, -ον, Α
αυτός που εκπέμπει τον ίδιο ήχο με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + θρους / -θροος (< θροῦς «θόρυβος, μουρμούρισμα»), πρβλ. ἀλλό-θρους, κακόθρους].
σύν-θρους, ουν,
sounding together with, accompanying, c. dat., Anth.