τάνυσμα

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source

Greek Monolingual

το, Ν
[[τανύ(ζ)ω]]
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τανύω, τέντωμα
2. τέντωμα του κορμού, τών μελών του σώματος από νωθρότητα ή κόπωση ή συνήθως μετά από χασμουρητό, ανακλάδισμα
3. μτφ. ένταση προσπάθειας, σφίξιμο.