τένις

From LSJ

Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum

Menander, Monostichoi, 404

Greek Monolingual

το, Ν
(αθλητ.) ξενικός όρος για την αντισφαίριση, άθλημα για δύο ή τέσσερεις αθλητές το οποίο παίζεται με ρακέτες και μικρή μπάλα σε γήπεδο που χωρίζεται με δίχτυ σε δύο ίσα μέρη και κατά τη διεξαγωγή του οποίου η μπάλα πρέπει να περνά πάνω από το δίχτυ στην αντίπαλη περιοχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. tennis < μέσο αγγλ. tenys, πιθ. < αρχ. γαλλ. tenetz < ρ. tenir «κρατώ»].