τήθυον
ἀθρόαις πέντε δραπὼν νύκτεσσιν ἔν θ' ἁμέραις ἱερὸν εὐζοίας ἄωτον → for five whole nights and days, culling the sacred excellence of joyous living | reaping the sacred bloom of good living for five full nights and as many days
English (LSJ)
τό, an animal of the kind called
A ascidia or sea-squirt, Arist.HA531a18 (v.l. τηθέου), PA680a5, al.; once in Hom., τηθεα διφῶν Il.16.747 (= εἶδος θαλασσίων ὀστρέων, Sch.), cf. Arist.Fr.304. (For the variation τήθυον: τήθεον, cf. πτύον: πτέον, etc.; tethea is pl. in Plin.HN32.117, nom. sg. fem. ib.151.)
II τηθύα· τενάγη, ἂ προχέουσιν οἱ ποταμοί, Hsch.
Russian (Dvoretsky)
τήθυον: τό зоол. предполож. асцидия Arst.
Greek (Liddell-Scott)
τήθυον: τό, μαλάκιόν τι ἐκ τοῦ εἴδους ascidia, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 6, 1 (ἴδε ἐν λ. τήθεα), τὰ δὲ τήθυα μικρὸν τῶν φυτῶν διαφέρει τὴν φύσιν π. Ζ. Μορ. 4. 5, 25, κ. ἀλλ., νῦν ὀνομάζεται φοῦσκα καὶ «σβουρδοῦκλος», ἴδε σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκρ. σ. 152, 153.
Greek Monolingual
και τήθεον, τὸ, Α
1. είδος χιτωνοφόρου μαλακίου
2. στον πληθ. (κατά τον Ησύχ.) «τηθύα τενάγη, ἅ προχέουσιν οἱ ποταμοί».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. τῆθος.