ταμπούρα

From LSJ

Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart

Menander, Monostichoi, 473

Greek Monolingual

η, Ν
μουσ. λαουτοειδές όργανο με μακρύ βραχίονα χωρίς τάστα, που έχει συνήθως τέσσερεις μεταλλικές χορδές και το οποίο εξασφαλίζει την ισοκρατηματική συνοδεία στην ινδική μουσική.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. tamboura < περσ. tambūra].