ταχύμητις

From LSJ

Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχειFelix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 340
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰχῠμητις Medium diacritics: ταχύμητις Low diacritics: ταχύμητις Capitals: ΤΑΧΥΜΗΤΙΣ
Transliteration A: tachýmētis Transliteration B: tachymētis Transliteration C: tachymitis Beta Code: taxu/mhtis

English (LSJ)

= ταχύβουλος, Hsch. s.v. ἀργιμήτας.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰχύμητις: -ιος, ὁ, ἡ, = ταχύβουλος, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 1. 184.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «ταχύβουλος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ- + -μητις (< μῆτις «ευφυΐα»), πρβλ. ποικιλόμητις].

German (Pape)

ιος, ὁ, ή, = ταχύβουλος, sp.D.