τεθορυβημένος

From LSJ

οὐ παντός πλεῖν ἐς Κόρινθον → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth

Source

Greek (Liddell-Scott)

τεθορῠβημένος: Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ θορυβέω, μετὰ θορύβου, ἐν συγχύσει, ἄνευ τάξεως, ἀποχωρεῖν τε ἠναγκάζοντο τεθορυβημένως Ξεν. Ἑλλ. 5. 3, 5.