τελετά
Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς → holy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us
English (Slater)
τελετά (-ᾷ, -άν; -αῖς, -άς.) rite, ceremony εὐσεβεῖ γνώμᾳ φυλάσσοντες μακάρων τελετάς (O. 3.41) ταύτᾳ δ' ἐν πρωτογόνῳ τελετᾷ παρέσταν μὲν ἄρα Μοῖραι σχεδόν (ἐν δὴ ταύτῃ τῇ πρώτῃ καταβολῇ τῶν Ὀλυμπίων Σ.) (O. 10.51) πλεῖστα νικάσαντά σε καὶ τελεταῖς ὡρίαις ἐν Παλλάδος εἶδον (P. 9.97) ἁδεῖαί γε μὲν ἀμβολάδαν ἐν τελεταῖς δὶς Ἀθαναίων μιν ὀμφαὶ κώμασαν (ἁδείᾳ ἐν τελετᾷ Σ̆{γρ˙}: the Panathenaia) (N. 10.34) ]τελεταῖς Δ. 1. 33. οἵαν Βρομίου [τελε]τὰν καὶ παρὰ σκᾶ[πτ]ον Διὸς Οὐρανίδαι ἐν μεγάροις ἵσταντι Δ. 2. . ]τεὰν τε[λετ]ᾲν μελίζοι[ Δ. 3. . ὀλβίᾳ δ' ἅπαντες αἴσᾳ λυσίπονον τελετάν (ὄλβιοι δ' λυσιπόνων τελετᾶν coni. Wil.: τελευτάν v. l.) fr. 131 ad Θρ. 7. v. also τελευτά d.
Russian (Dvoretsky)
τελετά: ἡ дор. = τελετή.