τετράενος

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετράενος Medium diacritics: τετράενος Low diacritics: τετράενος Capitals: ΤΕΤΡΑΕΝΟΣ
Transliteration A: tetráenos Transliteration B: tetraenos Transliteration C: tetraenos Beta Code: tetra/enos

English (LSJ)

ον, = τετραένης.

German (Pape)

[Seite 1097] vierjährig, Callim. fr. 154.

Greek Monolingual

-ον και τετραένης, -άενες Α
αυτός που έχει ηλικία τεσσάρων ετών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -ενος < ΙΕ eno- «έτος» (πρβλ. ἔνος [Ι] «έτος», βλ. και λ. ενιαυτός)].