τζιτζιφιά

From LSJ

Ἰδίας νόμιζε τῶν φίλων τὰς συμφοράς → Tuas amicus crede amici miserias → Betracht' als eignes deiner Freunde Missgeschick

Menander, Monostichoi, 263

Greek Monolingual

και τζιτζυφιά και τζιντζυφιά, η, Ν τζίτζιφο
βοτ. α) κοινή ονομασία του φυλλοβόλου δένδρου Zizyphus jujuba του γένους ζίζυφος
β) το μικρό φυλλοβόλο δένδρο Elaeagnus angustitolia του γένους ελαίαγνος, γνωστό και ως μοσχοϊτιά.