τζιτζιφιά

From LSJ

ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time

Source

Greek Monolingual

και τζιτζυφιά και τζιντζυφιά, η, Ν τζίτζιφο
βοτ. α) κοινή ονομασία του φυλλοβόλου δένδρου Zizyphus jujuba του γένους ζίζυφος
β) το μικρό φυλλοβόλο δένδρο Elaeagnus angustitolia του γένους ελαίαγνος, γνωστό και ως μοσχοϊτιά.