τονῦν

From LSJ

Φίλων τρόπους γίνωσκε, μὴ μίσει δ' ὅλως → Mores amici noveris, non oderis → Erkenne, hasse nicht schlechthin der Freunde Art

Menander, Monostichoi, 535

German (Pape)

[Seite 1127] s. νῦν.

French (Bailly abrégé)

c. νῦν.
Étymologie: τό, νῦν.

Russian (Dvoretsky)

τονῦν: правильнее τὸ νῦν = νῦν.

Greek (Liddell-Scott)

τονῦν: ἴδε νῦν Ι.

Greek Monolingual

Α
(επιρρμ. φρ. αντί τὸ νῡν) ο παρών χρόνος, το παρόν.

Greek Monotonic

τονῦν: = τὸ νῦν, για το παρόν, βλ. νῦν I.

Middle Liddell

= τὸ νῦν]
for the present, v. νῦν 1.