τρίκοκκος
From LSJ
ὁ γοῦν κυνικὸς Μένιππος ἁλμοπότιν τὴν Μύνδον φησίν (Athenaios 1.34e) → At any rate the Cynic (satirist) Menippus says that Myndus is a brine-drinking town.
English (LSJ)
τρίκοκκον, with three grains or berries, Sch.ll. 14.183:—τρίκοκκος, ὁ, = μέσπιλον, Dsc.1.118; = ἡλιοτρόπιον τὸ μέγα, Plin.HN22.60; ἡλιοτρόπιον τ. Aët.12.63.
German (Pape)
[Seite 1143] mit drei Körnern, Beeren, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
τρίκοκκος: -ον, ὁ ἔχων τρεῖς κόκκους, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Σ. 298· - τρίκοκκον, τό, εἶδος μεσπίλου Διοσκ. 1. 169, Πλίν. 22. 29.
Greek Monolingual
-η, -ο / τρίκοκκος, -ον, ΝΑ
1. αυτός που έχει τρεις κόκκους
2. το ουδ. ως ουσ. το τρίκοκκο(ν)
είδος μούσμουλου
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. ὁ τρίκοκκος
α) είδος μούσμουλου
β) το φυτό ηλιοτρόπιο το μέγα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + κόκκος «σπυρί» (πρβλ. δίκοκκος)].