τρεμάμενος

From LSJ

ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Source

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
αυτός που τρέμει, τρεμουλιαστός («με τρεμάμενα χείλη»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρέμω, κατά τις μτχ. σε -άμενος τών ρ. σε -αμαι (πρβλ. τρεχάμενος)].