Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τρεμουλιάζω

From LSJ

Οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love.

Sophocles, Antigone, 523

Greek Monolingual

Ν τρεμούλα
1. τρέμω από φόβο, από κρύο, από αδυναμία ή από πυρετό
2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) τρεμουλιασμένος, -η, -ο
τρεμουλιάρης, τρεμουλιάρικος.