τριχομαχία

From LSJ

ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal

Source

Greek Monolingual

ἡ, Μ
φροντίδα για τις τρίχες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρίξ, τριχός + -μαχία (< -μάχος < μάχομαι), πρβλ. τειχομαχία].

German (Pape)

ἡ, der Haar-, Bartkampf, Synes.