τριχοφόρος
From LSJ
Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
English (LSJ)
τριχοφόρον, bristly, of pigs, Sch.Nic.Th.98, Glossaria.
Greek (Liddell-Scott)
τριχοφόρος: ὁ ἔχων τρίχας, Γλωσσ.
Greek Monolingual
-ο / τριχοφόρος, -ον, ΝΑ
δασύτριχος, τριχωτός, μαλλιαρός.
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο τριχοφόρος
ζωολ. παλαιότερη κοινή ονομασία του μεγαλόσωμου θαλάσσιου θηλαστικού οδόβαινος, που μοιάζει με φώκια
μσν.
αυτός που φορεί τριχωτά ενδύματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρίξ, τριχός + -φόρος].