Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik
τριψεργία: ἡ, (τρίβω) ἡ ἀναβολὴ τοῦ ἔργου, Ζωναρ. σ. 524.
ἡ, Μ
αναβολή εκτέλεσης μιας εργασίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τριψ- του τρίβω (πρβλ. αόρ. ἔ-τριψ-α) + -εργία (< -εργος < ἔργον), πρβλ. φιλεργία].
ἡ, Verzögerung der Arbeit, Sp.