τροποποιώ

From LSJ

ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger

Source

Greek Monolingual

Ν
επιφέρω μεταβολές, κάνω αλλαγή σε κάτι, μεταρρυθμίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρόπος + -ποιώ].