τροφοδότηση

From LSJ

Greek Monolingual

η, Ν
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τροφοδοτώ, η παροχή τροφίμων
2. συνεκδ. συστηματική παροχή
3. (κατ΄ επέκτ.) α) η χορήγηση της αναγκαίας ενέργειας και τών αναγκαίων υλικών για τη συντήρηση και τη λειτουργία ενός συστήματος
β) παροχή ή δανεισμός χρημάτων σε οικονομική ή βιομηχανική επιχείρηση
4. (ηλεκτρ.) η παροχή ηλεκτρικής ενέργειας σε ένα κύκλωμα ή σε μια ηλεκτρική ή ηλεκτρονική συσκευή
5. τεχνολ. η ανανέωση του νερού ενός ατμολέβητα σε αντικατάσταση της ποσότητας που μετατράπηκε σε ατμό
6. (μηχανολ.) ο ανεφοδιασμός ενός κινητήρα με την κατάλληλη ποσότητα καυσίμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τροφοδοτώ. Η λ., στον λόγιο τ. τροφοδότησις, μαρτυρείται από το 1874 στον Αν. Πολυζωίδη].