ἐνίοτε οἱ οἰκέται εἰς τὴν θάλασσαν ἐλαύνουσιν αὐτούς → sometimes the slaves ride them into the sea
-ῶ :faire tourner, rouler tout autour.Étymologie: τροχός, δινέω.
τροχοδῑνέω: кружить, вращать: τροχοδινεῖται ὄμμαθ᾽ ἑλίγδην Aesch. глаза блуждают (от ужаса).
[ῑ], im Kreise drehen, ὄμματα ἑλίγδην τροχοδινεῖται Aesch. Prom. 884.