τρωγλοδύτις

From LSJ

Ὡς ἡδὺ κάλλος, ὅταν ἔχῃ νοῦν σώφρονα → Quam dulce facies pulchra cum ingenio probo → Wie froh macht Schönheit, wenn sie klugen Sinn besitzt

Menander, Monostichoi, 555
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρωγλοδύτις Medium diacritics: τρωγλοδύτις Low diacritics: τρωγλοδύτις Capitals: ΤΡΩΓΛΟΔΥΤΙΣ
Transliteration A: trōglodýtis Transliteration B: trōglodytis Transliteration C: troglodytis Beta Code: trwglodu/tis

English (LSJ)

v. τρωγλῖτις.

Greek Monolingual

-ιδος, ἡ, Α
τρωγλῖτις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Τρωγλοδύτης + κατάλ. -ις, -ιδος. Πρόκειται για είδος μύρου αιθιοπικής προέλευσης (βλ. και λ. τρωγλῖτις)].

German (Pape)

ἡ, = τρωγλῖτις, Sp.