Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τσαλαβουτώ

From LSJ
Sophocles, Antigone, 781

Greek Monolingual

Ν
1. βαδίζω απρόσεκτα και πατώ μέσα στις λάσπες
2. αναταράσσω λάσπη
3. μτφ. εργάζομαι απρόσεκτα, τσαπατσούλικα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με το ρ. βουτώ και έχει προέλθει από τη φρ. έξαλλα βουτώ ή, κατ' άλλους, άτσαλα βουτώ (πρβλ. τσαλαπατώ)].