τσαλαβουτώ

From LSJ

Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον → Voluptas aliqua inest vel infortunio → Es wohnt im Leid auch ein begrenztes Maß an Lust

Menander, Monostichoi, 182

Greek Monolingual

Ν
1. βαδίζω απρόσεκτα και πατώ μέσα στις λάσπες
2. αναταράσσω λάσπη
3. μτφ. εργάζομαι απρόσεκτα, τσαπατσούλικα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με το ρ. βουτώ και έχει προέλθει από τη φρ. έξαλλα βουτώ ή, κατ' άλλους, άτσαλα βουτώ (πρβλ. τσαλαπατώ)].