τσικνίζω

From LSJ

ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning

Source

Greek Monolingual

Ν τσίκνα
1. περικαίω κάτι στη χύτρα έτσι ώστε να μυρίζει τσίκνα
2. τσιγαρίζω, καβουρντίζω
3. (αμτβ.) αναδίδω οσμή τσίκνας
4. μτφ. γιορτάζω, διασκεδάζω την Τσικνοπέμπτη
5. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) τσικνισμένος, -η, -ο
(ιδίως για φαγητό) αυτός που έχει καεί λίγο κάτω κάτω στη χύτρα και μυρίζει τσίκνα
6. φρ. «τὰ τσικνίσαμε» — μαλώσαμε.