Τσικνοπέμπτη

From LSJ

λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)

Source

Greek Monolingual

και Τσικνοπέφτη, η, Ν
η Πέμπτη της δεύτερης εβδομάδας της αποκριάς, κατά την οποία όλα τα σπίτια έψηναν κρέας ή έλειωναν το λίπος από τα χοιρινά και η τσίκνα ήταν διάχυτη παντού.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < τσίκνα + Πέμπτη].