τσικουδιά

From LSJ

μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.

Source

Greek Monolingual

η, Ν τσίκουδο
1. βοτ. κοινή ονομασία καθενός από τα είδη του γένους φυτών πιστακία της οικογένειας ανακαρδιίδες που απαντούν στην Ελλάδα
2. οινοπνευματώδες ποτό που παρασκευάζεται με απόσταξη στεμφύλων, αλλ. ρακή ή τσίπουρο.