τσιμπολογώ

From LSJ

Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei

Menander, Monostichoi, 148

Greek Monolingual

και τσιμπολογάω Ν
1. τσιμπώ επανειλημμένα
2. μτφ. α) τρώγω πολλές φορές και από λίγο
β) αποσπώ κατά διαστήματα μικροποσά από κάποιον, συνήθως με επιτήδειο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τσιμπώ + -λογώ (πρβλ. τραβολογώ)].