τσόκαρο
From LSJ
Θάλασσα καὶ πῦρ καὶ γυνὴ τρίτον κακόν → Tria magna mala sunt: aequor, ignis, femina → Das dritte Übel ist nach Meer und Brand die Frau
Greek Monolingual
το, Ν
1. πέδιλο με ξύλινη σόλα
2. μτφ. (για γυναίκα) φαρμακόγλωσσα, κουτσομπόλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. zoccolo, υποκορ. του zocco].