τυροβόλι

From LSJ

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source

Greek Monolingual

το / τυροβόλιον, ΝΜΑ τυροβόλος
μικρό καλάθι από βρύα που χρησιμοποιούσαν για την αποστράγγιση του τυροπήγματος
νεοελλ.
συνεκδ. τυρόπηγμα.