τυφλότητα

From LSJ

οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills

Source

Greek Monolingual

η / τυφλότης, -ητος, ΝΑ τυφλός
το να είναι κανείς τυφλός, έλλειψη όρασης
αρχ.
1. (για το τυφλό έντερο) έλλειψη στομίου
2. μτφ. (για συλλαβή) το να λήγει σε σύμφωνο.