τύκη

From LSJ

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source

Russian (Dvoretsky)

τύκη: ἡ Eur. (v. l. к τεῖχος и τύπος) = τύκισμα.

Greek (Liddell-Scott)

τύκη: ἡ, ὄργανον λιθοκόπου, ἐν τύκαισι λαΐνοισι Γιγάντων (κατὰ τὸν Ἕρμαν. ἀντὶ τείχεσι) Εὐρ. Ἴων 206· πρβλ. τύκισμα.

Greek Monolingual

ἡ, Α
εργαλείο λιθοκόπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. της λ. τύχος, κατά τα θηλ.].

Greek Monotonic

τύκη: ἡ (τύκος), εργαλείο κτίστη ή λιθοκόπου, σε Ευρ.

Middle Liddell

τύκη, ἡ, τύκος
mason's work, Eur.