υέτιος
From LSJ
τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies
Greek Monolingual
-α, -ο / ὑέτιος, -ία, -ον, ΝΑ, και ιων. τ. θηλ. ὑετίη Α ὑετός
αυτός που φέρνει βροχή ή αυτός που συνοδεύεται από βροχή, βροχερός
αρχ.
1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προέρχεται από βροχή
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ὑέτιος
ονομασία λίθου
3. φρ. «Ζεὺς ὑέτιος» — προσωνυμία του Διός ως του θεού που στέλνει στους ανθρώπους τον υετό.